πολυθάλαμος

πολυθάλαμος
ος, ο[ν] многокомнатный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πολυθάλαμος" в других словарях:

  • πολυθάλαμος — η, ο / πολυθάλαμος, ον, ΝΜΑ (για καρπό) αυτός που έχει πολλούς θαλάμους, πολλές θέσεις σπερμάτων («πολυθάλαμος καὶ πολύκοκκος ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός», Φιλ.) νεοελλ. (για οικία) αυτός που έχει πολλούς θαλάμους, πολλά δωμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • πολύκοκκος — ον, Μ (για καρπό) αυτός που έχει πολλούς κόκκους («πολυθάλαμος και πολύκοκκος ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός», Φίλ. Καρπασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • βελέλα — (velelle). Κνιδόζωο της ομοταξίας των υδροζώων της τάξης των σιφωνοφόρων. Είναι μια αποικία πολύποδων ατόμων, ενωμένων κάτω από ένα δισκοειδές υδρόσωμα, το οποίο διογκώνεται σχηματίζοντας τη λεγόμενη πνευστοφόρο συσκευή, η οποία προεξέχει από την …   Dictionary of Greek

  • βελεμνίτες — Μαλάκια που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίζονται σε πετρώματα της τριαδικής περιόδου και εξαφανίζονται κατά την ηώκαινο. Οι γνήσιοι β., μεγάλης στρωματογραφικής σημασίας, χαρακτηρίζουν το μεσοζωικό κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»